- αιματογόνος
- -ο1. αυτός που παράγει αίμα, που αναζωογονεί το αίμα, που προκαλεί αύξηση τών ερυθρών αιμοσφαιρίων2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἱματογόνο*.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αίμα, -ατος + -γόνος < γίγνομαι, πρβλ. αγγλ. haematogen].
Dictionary of Greek. 2013.